- ιεροβοτάνη
- η (Α ἱεροβοτάνη)ονομασία φυτών τού γένους βερβένααρχ.το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + βοτάνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστερόεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη ή περιστερεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερ εών «το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
περιστερώνας — και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, ῶνος ΝΜΑ τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών αρχ. 1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη 2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» το φυτό ιεροβοτάνη β) «τρίτη… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες … Dictionary of Greek
σταυροβότανο — το, Ν βοτ. ονομασία τού φυτού ιεροβοτάνη … Dictionary of Greek